- σωβινιστής
- [совинистис] ουσ. а. шовинист.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σωβινιστής — και σοβινιστής, ο, θηλ. στρια, Ν οπαδός τού σωβινισμού, φανατικός εθνικιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chauviniste (βλ. και λ. σωβινισμός)] … Dictionary of Greek
σωβινιστής — ο βλ. σοβινιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοβινιστής — ο, Ν βλ. σωβινιστής … Dictionary of Greek
σωβινιστικός — και σοβινιστικός, ή, ό, Ν [σωβινιστής] ο σχετικός με τον σωβινιστή ή με τον σωβινισμό … Dictionary of Greek
υπερεθνικόφρων — ο, η, αρσ. και υπερεθνικόφρονας, Ν 1. υπερβολικά, υπέρμετρα εθνικόφρων, σωβινιστής 2. υπερδεξιός … Dictionary of Greek
υπερπατριώτης — ο, θηλ. υπερπατριώτισσα, Ν (συν. ειρωνικά) άτομο που προβάλλει και υποστηρίζει έναν υπέρμετρο και συνήθως βερμπαλιστικό πατριωτισμό, σωβινιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + πατριώτης] … Dictionary of Greek